search


keyboard_tab EIDAS 2014/0910 EL

BG CS DA DE EL EN ES ET FI FR GA HR HU IT LV LT MT NL PL PT RO SK SL SV print pdf

2014/0910 EL cercato: 'κράτη' . Output generated live by software developed by IusOnDemand srl


just index κράτη:


whereas κράτη:


definitions:


cloud tag: and the number of total unique words without stopwords is: 1130

 

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς παράλληλα με την επίτευξη ενός επαρκούς επιπέδου ασφάλειας στα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και στις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ο παρών κανονισμός:

α)

καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν σε κοινοποιημένο σύστημα_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης άλλου κράτους μέλους·

β)

θεσπίζει κανόνες για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ιδίως για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και

γ)

θεσπίζει νομικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές, τις ηλεκτρονικές σφραγίδες, τις ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης και τις υπηρεσίες πιστοποιητικών για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων.

Άρθρο 4

Αρχές της εσωτερικής αγοράς

1.   Δεν υφίσταται κανένας περιορισμός στην παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην επικράτεια κράτους μέλους από πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένος σε άλλα κράτη μέλη για λόγους που εμπίπτουν στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

Άρθρο 7

Επιλεξιμότητα για την κοινοποίηση των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης

Ένα σύστημα_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης είναι επιλέξιμο για κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδίδονται:

i)

από το κοινοποιούν κράτος μέλος,

ii)

με εντολή του κοινοποιούντος κράτους μέλους, ή

iii)

ανεξάρτητα από το κοινοποιούν κράτος μέλος και είναι αναγνωρισμένα από το κράτος αυτό·

β)

τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πρόσβαση τουλάχιστον σε μία υπηρεσία που παρέχεται από φορέα του δημόσιου τομέα που απαιτεί ηλεκτρονική_ταυτοποίηση στο κοινοποιούν κράτος μέλος·

γ)

το σύστημα_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης και τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται βάσει αυτού πληρούν τις απαιτήσεις ενός τουλάχιστον από τα επίπεδα διασφάλισης τα οποία παρατίθενται στην εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3·

δ)

το κοινοποιούν κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα δεδομένα_ταυτοποίησης_προσώπου που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό το εν λόγω πρόσωπο αποδίδονται, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για το οικείο επίπεδο διασφάλισης που ορίζονται στην εκτελεστική πράξη του άρθρου 8 παράγραφος 3, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 1 κατά την έκδοση του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος·

ε)

το μέρος που εκδίδει το μέσο_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος διασφαλίζει ότι το μέσο_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης αποδίδεται στο πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για το οικείο επίπεδο διασφάλισης που ορίζονται στην εκτελεστική πράξη του άρθρου 8 παράγραφος 3·

στ)

το κοινοποιούν κράτος μέλος εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της επαλήθευσης της ταυτότητας επιγραμμικά, ώστε κάθε βασιζόμενο_μέρος που είναι εγκατεστημένο στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους να μπορεί να επιβεβαιώνει τα δεδομένα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης προσώπου τα οποία έχει λάβει σε ηλεκτρονική μορφή.

Για τα βασιζόμενα μέρη, εκτός από τους φορείς του δημόσιου τομέα, το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορεί να ορίσει τους όρους πρόσβασης στην εν λόγω επαλήθευση της ταυτότητας. Η εν λόγω διασυνοριακή επαλήθευση_ταυτότητας παρέχεται δωρεάν όταν διενεργείται σε σχέση με υπηρεσία που παρέχεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν ειδικές τεχνικές απαιτήσεις δυσανάλογου χαρακτήρα στα βασιζόμενα μέρη που προτίθενται να προβούν σε τέτοια επαλήθευση_ταυτότητας όταν οι εν λόγω απαιτήσεις αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν σημαντικά τη διαλειτουργικότητα των κοινοποιηθέντων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ζ)

τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στα άλλα κράτη μέλη, για τους σκοπούς που αφορούν την υποχρέωση του άρθρου 12 παράγραφος 5, περιγραφή του εν λόγω συστήματος σύμφωνα με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που καθορίζονται με τις εκτελεστικές πράξεις του άρθρου 12 παράγραφος 7·

η)

το σύστημα_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης πληροί τις απαιτήσεις της εκτελεστικής πράξης του άρθρου 12 παράγραφος 8.

Άρθρο 10

Παραβίαση ασφάλειας

1.   Όταν είτε το σύστημα_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης που έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 είτε η επαλήθευση_ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ) έχουν παραβιαστεί ή εκτεθεί μερικώς σε κίνδυνο κατά τρόπο που θίγει την αξιοπιστία της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας του εν λόγω συστήματος, το κοινοποιούν κράτος μέλος αναστέλλει ή ανακαλεί χωρίς καθυστέρηση την εν λόγω διασυνοριακή επαλήθευση_ταυτότητας ή τα σχετικά τμήματα που έχουν εκτεθεί σε κίνδυνο και ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

2.   Όταν αντιμετωπιστεί η παραβίαση ή η έκθεση σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το κοινοποιούν κράτος μέλος αποκαθιστά τη διασυνοριακή επαλήθευση_ταυτότητας και ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Αν η παραβίαση ή ο κίνδυνος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν αντιμετωπιστούν εντός τριών μηνών από την αναστολή ή την ανάκληση, το κοινοποιούν κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή την απόσυρση του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

Η Επιτροπή δημοσιεύει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αντίστοιχες τροποποιήσεις του καταλόγου του άρθρου 9 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Συνεργασία και διαλειτουργικότητα

1.   Τα εθνικά συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 είναι διαλειτουργικά.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 θεσπίζεται πλαίσιο διαλειτουργικότητας.

3.   Το πλαίσιο διαλειτουργικότητας πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

έχει στόχο να είναι τεχνολογικά ουδέτερο και δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ συγκεκριμένων εθνικών τεχνικών λύσεων για την ηλεκτρονική_ταυτοποίηση εντός του κράτους μέλους·

β)

ακολουθεί τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, όταν αυτό είναι εφικτό·

γ)

διευκολύνει την από σχεδίου εφαρμογή της αρχής της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, και

δ)

εξασφαλίζει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

4.   Το πλαίσιο διαλειτουργικότητας περιλαμβάνει τα εξής:

α)

αναφορά ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων σχετικά με τα επίπεδα διασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

β)

αντιστοίχιση των εθνικών επιπέδων διασφάλισης των κοινοποιημένων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης με τα επίπεδα διασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

γ)

αναφορά ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων για τη διαλειτουργικότητα·

δ)

αναφορά σε ένα ελάχιστο σύνολο δεδομένων ταυτοποίησης προσώπου που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο και διατίθενται από τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ε)

κανονισμό λειτουργίας·

στ)

ρυθμίσεις για την επίλυση διαφορών, και

ζ)

κοινά πρότυπα λειτουργικής ασφάλειας.

5.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται ως προς τα ακόλουθα:

α)

τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 και των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προτίθενται να κοινοποιήσουν, και

β)

την ασφάλεια των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

6.   Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών περιλαμβάνει τα εξής:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών, πείρας και καλών πρακτικών σχετικά με τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και ιδίως σε ό,τι αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαλειτουργικότητα και τα επίπεδα διασφάλισης·

β)

ανταλλαγή πληροφοριών, πείρας και καλών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των επιπέδων διασφάλισης των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

γ)

αξιολόγηση από ομοτίμους των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, και

δ)

εξέταση των σχετικών εξελίξεων στον τομέα της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

7.   Έως τις 18 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις αναγκαίες διαδικαστικές λεπτομέρειες προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών που αναφέρεται στις παραγράφους 5 και 6, με σκοπό την προώθηση υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης και ασφάλειας αντίστοιχου με το βαθμό κινδύνου.

8.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 και για τον σκοπό της θέσπισης ενιαίων όρων για την εφαρμογή της απαίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με το πλαίσιο διαλειτουργικότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4, με την επιφύλαξη των κριτηρίων της παραγράφου 3 και λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.

9.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 16

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΤΜΗΜΑ 2

Εποπτεία

Άρθρο 17

Εποπτικός φορέας

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν εποπτικό φορέα εγκατεστημένο στην επικράτειά τους - ή, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με άλλο κράτος μέλος, εποπτικό φορέα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αυτό. Ο εν λόγω φορέας είναι υπεύθυνος για την άσκηση καθηκόντων εποπτείας στο κράτος μέλος που τον ορίζει.

Στους εποπτικούς φορείς ανατίθενται οι αναγκαίες εξουσίες και διατίθενται επαρκείς πόροι για την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αντίστοιχων εποπτικών φορέων που έχουν ορίσει.

3.   Ο εποπτικός φορέας έχει τον ακόλουθο ρόλο:

α)

εποπτεύει τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του κράτους μέλους που τους έχει ορίσει, προκειμένου να διασφαλίζει, με εκ των προτέρων και εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, ότι οι εν λόγω εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν πληρούν τις απαιτήσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός·

β)

αναλαμβάνει δράση, όταν είναι αναγκαίο, σχετικά με μη εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του κράτους μέλους που τον έχει ορίσει, με εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, όταν γίνεται αποδέκτης πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν εικάζεται ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 και με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται σε αυτήν, ο εποπτικός φορέας έχει καθήκον, ιδίως:

α)

να συνεργάζεται με άλλους εποπτικούς φορείς και να τους παρέχει βοήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 18·

β)

να αναλύει τις εκθέσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και στο άρθρο 21 παράγραφος 1·

γ)

να ενημερώνει τους λοιπούς εποπτικούς φορείς και το κοινό σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης της ασφάλειας ή απώλειας της ακεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2·

δ)

να αναφέρει στην Επιτροπή σχετικά με τις κύριες δραστηριότητές του σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου·

ε)

να διενεργεί ελέγχους ή να ζητεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να πραγματοποιήσει αξιολόγηση της συμμόρφωσης εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2·

στ)

να συνεργάζεται με τις αρχές προστασίας δεδομένων, ιδίως ενημερώνοντάς τες, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί οι κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ζ)

να χορηγεί έγκριση στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στις υπηρεσίες που αυτοί παρέχουν, καθώς και να αποσύρει την έγκριση αυτή σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21·

η)

να ενημερώνει τον φορέα που είναι αρμόδιος για τον εθνικό κατάλογο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 σχετικά με τις αποφάσεις του για τη χορήγηση ή την απόσυρση έγκρισης, εκτός αν ο εν λόγω φορέας είναι επίσης ο εποπτικός φορέας·

θ)

να ελέγχει την ύπαρξη και την ορθή εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τα σχέδια τερματισμού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εγκεκριμένος πάροχος_υπηρεσιών_εμπιστοσύνης παύει τις δραστηριότητές του, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο διασφαλίζεται η πρόσβαση στις πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 στοιχείο η)·

ι)

να απαιτεί από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να αίρουν οποιαδήποτε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν ότι ο εν λόγω εποπτικός φορέας δημιουργεί, διατηρεί και ενημερώνει υποδομή εμπιστοσύνης, σύμφωνα με τους όρους του εθνικού δικαίου.

6.   Έως τις 31 Μαρτίου εκάστου έτους, κάθε εποπτικός φορέας υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως επίσης και συνοπτική παρουσίαση των κοινοποιήσεων παραβίασης που έλαβε από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

7.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών την ετήσια έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

8.   Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για την έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 6. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Αμοιβαία συνδρομή

1.   Οι εποπτικοί φορείς συνεργάζονται για την ανταλλαγή ορθών πρακτικών.

Εποπτικός φορέας που λαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα από άλλον εποπτικό φορέα παρέχει στον αιτούντα φορέα συνδρομή με σκοπό τη συνεκτική διεξαγωγή των δραστηριοτήτων των εποπτικών φορέων. Η αμοιβαία συνδρομή μπορεί να καλύπτει, ιδίως, αιτήματα παροχής πληροφοριών και εποπτικά μέτρα, όπως αιτήματα για τη διενέργεια επιθεωρήσεων σε σχέση με τις εκθέσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στα άρθρα 20 και 21.

2.   Εποπτικός φορέας στον οποίο απευθύνεται αίτημα συνδρομής μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο εν λόγω αίτημα όταν συντρέχει οποιοσδήποτε από τις ακόλουθους λόγους:

α)

ο εποπτικός φορέας δεν είναι αρμόδιος να παρέχει τη συνδρομή που ζητείται·

β)

η συνδρομή που ζητείται δεν είναι ανάλογη προς τις εποπτικές δραστηριότητες του εποπτικού φορέα οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17·

γ)

η παροχή της συνδρομής που ζητείται θα ήταν ασυμβίβαστη με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους οικείους εποπτικούς φορείς τους να διεξάγουν κοινές έρευνες στις οποίες συμμετέχει προσωπικό των εποπτικών φορέων άλλων κρατών μελών. Οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες για κοινές δράσεις αυτού του είδους συμφωνούνται και θεσπίζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τα εθνικά τους δίκαια.

Άρθρο 19

Απαιτήσεις ασφάλειας για τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγκεκριμένοι και μη, λαμβάνουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα διαχείρισης των κινδύνων για την ασφάλεια των υπηρεσιών εμπιστοσύνης που παρέχουν. Λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων, τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι το επίπεδο ασφαλείας είναι ανάλογο προς τον βαθμό του κινδύνου. Συγκεκριμένα, λαμβάνονται μέτρα για την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση του αντικτύπου των συμβάντων που άπτονται της ασφάλειας, καθώς και για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις τυχόν παρόμοιων συμβάντων.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγκεκριμένοι και μη, ενημερώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 24 ωρών αφότου έλαβαν γνώση σχετικά, τον εποπτικό φορέα και, κατά περίπτωση, άλλους σχετικούς φορείς, όπως τον αρμόδιο εθνικό φορέα για την ασφάλεια των πληροφοριών ή την αρχή προστασίας δεδομένων, για οποιαδήποτε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας που έχει σημαντικό αντίκτυπο στην παρεχόμενη υπηρεσία_εμπιστοσύνης ή στα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Όταν η παραβίαση της ασφάλειας ή η απώλεια της ακεραιότητας είναι πιθανόν να επηρεάσει δυσμενώς φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει παρασχεθεί η υπηρεσία_εμπιστοσύνης, ο πάροχος_υπηρεσιών_εμπιστοσύνης ενημερώνει επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την παραβίαση της ασφάλειας ή την απώλεια της ακεραιότητας.

Κατά περίπτωση, ιδίως εάν η παραβίαση της ασφάλειας ή η απώλεια της ακεραιότητας αφορά δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ο εποπτικός φορέας που έχει ενημερωθεί ενημερώνει τους εποπτικούς φορείς των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και τον ENISA.

Ο εποπτικός φορέας που έχει ενημερωθεί ενημερώνει το κοινό ή ζητεί από τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να το πράξει, εφόσον κρίνει ότι η δημοσιοποίηση της παραβίασης της ασφάλειας ή της απώλειας της ακεραιότητας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

3.   Ο εποπτικός φορέας παρέχει μία φορά ετησίως στον ENISA σύνοψη των κοινοποιήσεων παραβίασης της ασφάλειας ή της απώλειας της ακεραιότητας που έχει λάβει από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εξειδικεύει περαιτέρω τα μέτρα της παραγράφου 1, και

β)

να καθορίζει τους μορφότυπους και τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών, που ισχύουν για τον σκοπό της παραγράφου 2.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 3

Εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης

Άρθρο 22

Κατάλογοι εμπιστοσύνης

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει καταλόγους εμπιστοσύνης συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης για τους οποίους είναι αρμόδιο, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν.

2.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν, τηρούν και δημοσιεύουν, με ασφαλή τρόπο, ηλεκτρονικά υπογεγραμμένους ή σφραγισμένους καταλόγους εμπιστοσύνης, όπως προβλέπονται στην παράγραφο 1, σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, πληροφορίες για τον φορέα που είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση, την τήρηση και τη δημοσίευση εθνικών καταλόγων εμπιστοσύνης και στοιχεία για την τοποθεσία όπου δημοσιεύονται οι εν λόγω κατάλογοι, τα πιστοποιητικά που χρησιμοποιούνται για την υπογραφή ή τη σφράγισή τους και τυχόν τροποποιήσεις τους.

4.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού, μέσω ασφαλούς διαύλου, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σε ηλεκτρονικά υπογεγραμμένη ή σφραγισμένη μορφή, κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 η Επιτροπή διευκρινίζει, με την έκδοση εκτελεστικών πράξεων, τις πληροφορίες που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές και τους μορφότυπους των καταλόγων εμπιστοσύνης που ισχύουν για τον σκοπό των παραγράφων 1 έως 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική_υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική_υπογραφή βασιζόμενη σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 27

Ηλεκτρονικές υπογραφές σε δημόσιες υπηρεσίες

1.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή για τη χρήση επιγραμμικής υπηρεσίας που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές, τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που βασίζονται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_υπογραφής και τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές τουλάχιστον με τους μορφότυπους ή με τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό για τη χρήση μιας επιγραμμικής υπηρεσίας που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που βασίζονται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό και τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές τουλάχιστον με τους μορφότυπους ή με τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

3.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν για τη διασυνοριακή χρήση μιας υπηρεσίας που προσφέρεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα ηλεκτρονική_υπογραφή με επίπεδο ασφάλειας υψηλότερο από αυτό της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 26 τεκμαίρεται όταν η προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 και λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών πρακτικών, των προτύπων και των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τους μορφότυπους αναφοράς των προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών ή τις μεθόδους αναφοράς όταν χρησιμοποιούνται εναλλακτικοί μορφότυποι. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 28

Εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

2.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών δεν υπόκεινται σε καμία υποχρεωτική απαίτηση που υπερβαίνει τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

3.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να περιλαμβάνουν μη υποχρεωτικά πρόσθετα ειδικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και την αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών.

4.   Εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών ανακληθεί μετά την αρχική ενεργοποίησή του, παύει να ισχύει από τη στιγμή της ανάκλησής του και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς ισχύος.

5.   Υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν εθνικούς κανόνες για την προσωρινή αναστολή εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής:

α)

εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_υπογραφής έχει ανασταλεί προσωρινά, παύει να ισχύει όσο διαρκεί η αναστολή·

β)

η διάρκεια της αναστολής αναφέρεται σαφώς στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και η αναστολή είναι ορατή, στη διάρκεια της αναστολής, στην υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I τεκμαίρεται εφόσον το εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_υπογραφής πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 30

Πιστοποίηση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Η συμμόρφωση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος II πιστοποιείται από αρμόδιους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που ορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες στη διάθεση των κρατών μελών.

3.   Η πιστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας διενεργούμενη σύμφωνα με κάποιο από τα πρότυπα για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων πληροφορικής που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τον οποίο καταρτίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, ή

β)

διαδικασία διαφορετική από την αναφερόμενη στην περίπτωση α), εφόσον η διαδικασία αυτή χρησιμοποιεί συγκρίσιμα επίπεδα ασφάλειας και ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 γνωστοποιεί τη διαδικασία αυτή στην Επιτροπή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που δεν υφίστανται τα πρότυπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή όταν βρίσκεται εν εξελίξει μια διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

Η Επιτροπή καταρτίζει με εκτελεστικές πράξεις κατάλογο προτύπων για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων πληροφορικής που αναφέρεται στο στοιχείο α). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 47 σχετικά με τον καθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται από τους οριζόμενους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Δημοσίευση καταλόγου πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο έναν μήνα από τη χορήγηση της πιστοποίησης, πληροφορίες για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής οι οποίες έχουν πιστοποιηθεί από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1. Κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο έναν μήνα από την ακύρωση της πιστοποίησης, πληροφορίες για τις διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που δεν είναι πλέον πιστοποιημένες.

2.   Βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει, η Επιτροπή καταρτίζει, δημοσιεύει και τηρεί κατάλογο πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μορφές και διαδικασίες για τους σκοπούς της παραγράφου 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 35

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών σφραγίδων

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικής σφραγίδας ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων και της ορθότητας της προέλευσης των δεδομένων με τα οποία συνδέεται.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα βασιζόμενη σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 37

Ηλεκτρονικές σφραγίδες σε δημόσιες υπηρεσίες

1.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες, προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες βάσει εγκεκριμένου πιστοποιητικού για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες τουλάχιστον με τη μορφή ή τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες βάσει εγκεκριμένου πιστοποιητικού και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες τουλάχιστον με τη μορφή ή τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

3.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν για διασυνοριακή χρήση σε υπηρεσία που προσφέρεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα ηλεκτρονική_σφραγίδα με επίπεδο ασφάλειας υψηλότερο από αυτό της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 36 τεκμαίρεται εφόσον η προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015, και λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές, τα πρότυπα και τις ενωσιακές νομικές πράξεις που βρίσκονται σε ισχύ, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τις μορφές αναφοράς των προηγμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων ή μεθόδους αναφοράς όταν χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μορφές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 38

Εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

2.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων δεν υπόκεινται σε καμία υποχρεωτική απαίτηση που υπερβαίνει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες μπορούν να περιλαμβάνουν μη υποχρεωτικά πρόσθετα ειδικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και την αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

4.   Εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_σφραγίδας ανακληθεί μετά την αρχική ενεργοποίησή του, παύει να ισχύει από τη στιγμή της ανάκλησής του και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς ισχύος.

5.   Υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν εθνικούς κανόνες για την προσωρινή αναστολή εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής σφραγίδας:

α)

εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_σφραγίδας έχει ανασταλεί προσωρινά, παύει να ισχύει όσο διαρκεί η αναστολή·

β)

η διάρκεια της αναστολής αναφέρεται σαφώς στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και η αναστολή είναι ορατή, στη διάρκεια της αναστολής, στην υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III τεκμαίρεται εφόσον το εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_σφραγίδας πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 41

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική_χρονοσφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακρίβειας της ημερομηνίας και της ώρας που αναφέρει καθώς και της ακεραιότητας των δεδομένων με τα οποία συνδέονται η ημερομηνία και η ώρα.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική_χρονοσφραγίδα που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα κράτη μέλη.

Άρθρο 52

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2016, με εξαίρεση τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 12 παράγραφοι 2 ως 9, το άρθρο 17 παράγραφος 8, το άρθρο 19 παράγραφος 4, το άρθρο 20 παράγραφος 4, το άρθρο 21 παράγραφος 4, το άρθρο 22 παράγραφος 5, το άρθρο 23 παράγραφος 3, το άρθρο 24 παράγραφος 5, το άρθρο 27 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 28 παράγραφος 6, το άρθρο 29 παράγραφος 2, το άρθρο 30 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 31 παράγραφος 3, το άρθρο 32 παράγραφος 3, το άρθρο 33 παράγραφος 2, το άρθρο 34 παράγραφος 2, το άρθρο 37 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 38 παράγραφος 6, το άρθρο 42 παράγραφος 2, το άρθρο 44 παράγραφος 2, το άρθρο 45 παράγραφος 2, τα άρθρα 47 και 48 θα τεθούν σε ισχύ από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014·

β)

το άρθρο 7, το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2, τα άρθρα 9, 10, 11 και το άρθρο 12 παράγραφος 1 θα τεθούν σε ισχύ από την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8·

γ)

το άρθρο 6 θα τεθεί σε ισχύ τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8.

3.   Στις περιπτώσεις όπου το κοινοποιούμενο σύστημα_ηλεκτρονικής_ταυτοποίησης περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9, πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η αναγνώριση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 6 πραγματοποιείται το αργότερο 12 μήνες μετά τη δημοσίευση του εν λόγω συστήματος, αλλά όχι πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 από άλλο κράτος μέλος αναγνωρίζονται στο πρώτο κράτος μέλος από την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 351 της 15.11.2012, σ. 73.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(3)  Οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές (ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12).

(4)  ΕΕ C 50 E της 21.2.2012, σ. 1.

(5)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).

(6)  Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(7)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(8)  Απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΕΕ L 23 της 27.1.2010, σ. 35).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(10)  Απόφαση 2009/767/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 274 της 20.10.2009, σ. 36).

(11)  Απόφαση 2011/130/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, περί καθιέρωσης ελάχιστων απαιτήσεων για τη διασυνοριακή επεξεργασία εγγράφων τα οποία έχουν υπογραφεί ηλεκτρονικά από αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 53 της 26.2.2011, σ. 66).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  ΕΕ C 28 της 30.1.2013, σ. 6.

(15)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ

Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής περιέχουν:

α)

ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί ως εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_υπογραφής·

β)

ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αναμφίσημα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά και περιλαμβάνουν τουλάχιστον το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος και

σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο: το όνομα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία,

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: το όνομα του προσώπου·

γ)

τουλάχιστον το όνομα του υπογράφοντος ή ένα ψευδώνυμο· εάν χρησιμοποιείται ψευδώνυμο, πρέπει να αναφέρεται σαφώς·

δ)

δεδομένα_ επικύρωσης ηλεκτρονικής υπογραφής που αντιστοιχούν στα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής·

ε)

λεπτομέρειες για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού·

στ)

τον κωδικό ταυτότητας του πιστοποιητικού, ο οποίος πρέπει να είναι μοναδικός για τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

ζ)

την προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα του εκδίδοντος εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

η)

την τοποθεσία όπου διατίθεται δωρεάν το πιστοποιητικό το οποίο τεκμηριώνει την προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα που αναφέρεται στο στοιχείο ζ)·

θ)

την τοποθεσία των υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση πληροφοριών σχετικά με το καθεστώς ισχύος του εγκεκριμένου πιστοποιητικού·

ι)

σε περίπτωση που τα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής τα οποία σχετίζονται με τα δεδομένα_ επικύρωσης ηλεκτρονικής υπογραφής βρίσκονται σε εγκεκριμένη διάταξη_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής, κατάλληλη σχετική ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ

1.

Οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής διασφαλίζουν, με τα κατάλληλα τεχνικά και διαδικαστικά μέσα, τουλάχιστον ότι:

α)

διασφαλίζεται ευλόγως η εμπιστευτικότητα των δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία της ηλεκτρονικής υπογραφής·

β)

τα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία της ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να προκύψουν στην πράξη μία μόνο φορά·

γ)

τα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής δεν μπορούν, με εύλογη βεβαιότητα, να είναι παράγωγα και ότι η ηλεκτρονική_υπογραφή προστατεύεται με τρόπο αξιόπιστο από πλαστογραφία με τη χρήση της τρέχουσας τεχνολογίας·

δ)

τα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να προστατεύονται κατά τρόπο αξιόπιστο από τον νόμιμο υπογράφοντα έναντι της χρησιμοποίησης τους από τρίτους.

2.

Οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής δεν μεταβάλλουν τα προς υπογραφή δεδομένα ούτε εμποδίζουν την υποβολή των δεδομένων αυτών στον υπογράφοντα πριν από την υπογραφή.

3.

Η δημιουργία ή η διαχείριση των δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής εκ μέρους του υπογράφοντος μπορεί να πραγματοποιείται μόνο από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

4.

Με την επιφύλαξη του σημείου 1 στοιχείο δ), οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που διαχειρίζονται δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής εκ μέρους του υπογράφοντος μπορούν να αναπαράγουν τα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_υπογραφής μόνο για λόγους δημιουργίας εφεδρικών αντιγράφων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ασφάλεια των αναπαραγόμενων δεδομένων είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτό της ασφάλειας των πρωτοτύπων·

β)

ο αριθμός των αναπαραγόμενων συνόλων δεδομένων δεν υπερβαίνει τον ελάχιστο αριθμό που απαιτείται για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της υπηρεσίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΦΡΑΓΙΔΩΝ

Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων περιέχουν:

α)

ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί ως εγκεκριμένο πιστοποιητικό_ηλεκτρονικής_σφραγίδας·

β)

ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αδιαμφισβήτητα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά και συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος και

σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο: το όνομα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία,

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: το όνομα του προσώπου·

γ)

τουλάχιστον το όνομα του δημιουργού της σφραγίδας και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία·

δ)

δεδομένα_ επικύρωσης ηλεκτρονικής σφραγίδας που αντιστοιχούν στα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_σφραγίδας·

ε)

λεπτομέρειες για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού·

στ)

τον κωδικό ταυτότητας του πιστοποιητικού, ο οποίος πρέπει να είναι μοναδικός για τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

ζ)

την προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα του εκδίδοντος εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

η)

την τοποθεσία όπου διατίθεται δωρεάν το πιστοποιητικό το οποίο τεκμηριώνει την προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα που αναφέρεται στο στοιχείο ζ)·

θ)

την τοποθεσία των υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση πληροφοριών σχετικά με το καθεστώς ισχύος του εγκεκριμένου πιστοποιητικού·

ι)

σε περίπτωση που τα δεδομένα_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_σφραγίδας τα οποία σχετίζονται με τα δεδομένα_ επικύρωσης ηλεκτρονικής σφραγίδας βρίσκονται σε εγκεκριμένη διάταξη_δημιουργίας_ηλεκτρονικής_σφραγίδας, κατάλληλη σχετική ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ

Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστότοπου περιέχουν:

α)

ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για την αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί ως εγκεκριμένο πιστοποιητικό_γνησιότητας_ιστότοπου·

β)

ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αδιαμφισβήτητα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά και συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος και

σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο: το όνομα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία,

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: το όνομα του προσώπου·

γ)

για τα φυσικά πρόσωπα: τουλάχιστον το όνομα του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό ή ψευδώνυμο. Εάν χρησιμοποιείται ψευδώνυμο, πρέπει να αναφέρεται σαφώς·

για τα νομικά πρόσωπα: τουλάχιστον το όνομα του νομικού προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία·

δ)

στοιχεία της διεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον της πόλης και του κράτους μέλους, του φυσικού ή νομικού προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό και, κατά περίπτωση, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία·

ε)

το ή τα ονόματα χώρου που ανήκουν στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό·

στ)

λεπτομέρειες για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού·

ζ)

τον κωδικό ταυτότητας του πιστοποιητικού, ο οποίος πρέπει να είναι μοναδικός για τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

η)

την προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα του εκδίδοντος εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

θ)

την τοποθεσία όπου διατίθεται δωρεάν το πιστοποιητικό το οποίο τεκμηριώνει την προηγμένη ηλεκτρονική_υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική_σφραγίδα που αναφέρεται στο στοιχείο η)·

ι)

την τοποθεσία των υπηρεσιών κατάστασης ισχύος πιστοποιητικών που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ισχύος του εγκεκριμένου πιστοποιητικού.


whereas









keyboard_arrow_down