search


keyboard_tab Data Act 2023/2854 EL

BG CS DA DE EL EN ES ET FI FR GA HR HU IT LV LT MT NL PL PT RO SK SL SV print pdf

2023/2854 EL cercato: 'μέρη' . Output generated live by software developed by IusOnDemand srl


expand index μέρη:


whereas μέρη:


definitions:


cloud tag: and the number of total unique words without stopwords is: 1438

 

Άρθρο 9

Αποζημίωση για να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα

1.   Κάθε αποζημίωση που συμφωνείται μεταξύ κατόχου δεδομένων και αποδέκτη δεδομένων για να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα στο πλαίσιο σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων δεν εισάγει διακρίσεις, είναι εύλογη και δύναται να περιλαμβάνει περιθώριο.

2.   Κατά την συμφωνία για οποιαδήποτε αποζημίωση, ο κάτοχος_δεδομένων και ο αποδέκτης_δεδομένων λαμβάνουν ιδίως υπόψη:

α)

δαπάνες που πραγματοποιούνται για τη διάθεση των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των δαπανών που απαιτούνται για τη μορφοποίηση των δεδομένων, τη διάδοση με ηλεκτρονικά μέσα και την αποθήκευση·

β)

επενδύσεις στη συλλογή και την παραγωγή δεδομένων, κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσον άλλα μέρη συνέβαλαν στην απόκτηση, τη δημιουργία ή τη συλλογή των εν λόγω δεδομένων.

3.   Η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί επίσης να εξαρτάται από τον όγκο, το μορφότυπο και τη φύση των δεδομένων.

4.   Όταν ο αποδέκτης_δεδομένων είναι ΜΜΕ ή μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός και όταν ο εν λόγω αποδέκτης_δεδομένων δεν έχει συνεργαζόμενες επιχειρήσεις ή συνδεδεμένες επιχειρήσεις οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ως ΜΜΕ, οποιαδήποτε συμφωνηθείσα αποζημίωση δεν υπερβαίνει τις δαπάνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

5.   Η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό της εύλογης αποζημίωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις συμβουλές του ευρωπαϊκού συμβουλίου καινοτομίας δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 42.

6.   Το παρόν άρθρο δεν αποκλείει την ύπαρξη άλλου κανόνα ενωσιακού δικαίου ή θεσπιζόμενης με βάση το ενωσιακό δίκαιο εθνικής νομοθεσίας που να εμποδίζει την αποζημίωση για να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα ή να προβλέπει χαμηλότερη αποζημίωση.

7.   Ο κάτοχος_δεδομένων παρέχει στον αποδέκτη δεδομένων πληροφορίες που καθορίζουν τη βάση υπολογισμού της αποζημίωσης με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο αποδέκτης_δεδομένων να μπορεί να εκτιμά αν πληρούνται οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4.

Άρθρο 10

Επίλυση διαφορών

1.   Οι χρήστες, οι κάτοχοι δεδομένων και οι αποδέκτες δεδομένων έχουν πρόσβαση σε όργανο επίλυσης διαφορών, πιστοποιημένο σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, για την επίλυση διαφορών δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 3 και 9 και του άρθρου 5 παράγραφος 12, καθώς και διαφορών σε σχέση με τη διάθεση των δεδομένων με δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους και προϋποθέσεις και με διαφανή τρόπο σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και το κεφάλαιο IV.

2.   Τα όργανα επίλυσης διαφορών γνωστοποιούν στα ενδιαφερόμενα μέρη τα τέλη ή τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τελών, προτού τα εν λόγω μέρη ζητήσουν τη λήψη απόφασης.

3.   Για τις διαφορές που φέρονται ενώπιον οργάνου επίλυσης διαφορών δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 3 και 9 και του άρθρου 5 παράγραφος 12, όταν το όργανο επίλυσης διαφορών αποφασίζει επί διαφοράς υπέρ του χρήστη ή του αποδέκτη δεδομένων, ο κάτοχος_δεδομένων βαρύνεται με όλα τα τέλη που χρεώνει το όργανο επίλυσης διαφορών και επιστρέφει στον εν λόγω χρήστη ή αποδέκτη δεδομένων τυχόν άλλες εύλογες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς. Εάν το όργανο επίλυσης διαφορών αποφασίσει επί διαφοράς υπέρ του κατόχου δεδομένων, ο χρήστης ή ο αποδέκτης_δεδομένων δεν υποχρεούται να επιστρέψει τυχόν τέλη ή άλλες δαπάνες που κατέβαλε ή πρόκειται να καταβάλει ο κάτοχος_δεδομένων σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς, εκτός εάν το όργανο επίλυσης διαφορών διαπιστώσει ότι ο χρήστης ή ο αποδέκτης_δεδομένων ενήργησε προδήλως κακόπιστα.

4.   Οι πελάτες και οι πάροχοι υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων έχουν πρόσβαση σε όργανο επίλυσης διαφορών, πιστοποιημένο σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, για την επίλυση διαφορών σε σχέση με παραβιάσεις των δικαιωμάτων των πελατών και των υποχρεώσεων των παρόχων υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 31.

5.   Το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο το όργανο επίλυσης διαφορών πιστοποιεί το όργανο κατόπιν αιτήματος αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι το όργανο αποδεικνύει ότι πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι αμερόληπτο και ανεξάρτητο και θα εκδίδει τις αποφάσεις του σύμφωνα με σαφείς, αμερόληπτους και δίκαιους διαδικαστικούς κανόνες·

β)

διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωσία, ιδίως όσον αφορά δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους και προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων και σχετικά με την αποζημίωση, και για τη διάθεση των δεδομένων με διαφανή τρόπο, πράγμα που εξασφαλίζει ότι το όργανο μπορεί να καθορίζει αποτελεσματικά τους εν λόγω όρους και προϋποθέσεις·

γ)

είναι εύκολα προσβάσιμο μέσω της τεχνολογίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

δ)

είναι σε θέση να εκδίδει τις αποφάσεις του με ταχύ, αποτελεσματικό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο σε τουλάχιστον μία επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

6.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα πιστοποιημένα όργανα επίλυσης διαφορών σύμφωνα με την παράγραφο 5. Η Επιτροπή δημοσιεύει κατάλογο των οργάνων αυτών σε ειδικό ιστότοπο και τον διατηρεί επικαιροποιημένο.

7.   Το όργανο επίλυσης διαφορών αρνείται να εξετάσει αίτημα επίλυσης διαφοράς που έχει ήδη υποβληθεί ενώπιον άλλου οργάνου επίλυσης διαφορών ή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους.

8.   Το όργανο επίλυσης διαφορών παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, να εκφράζουν τις απόψεις τους σχετικά με τα ζητήματα που έχουν υποβάλει τα εν λόγω μέρη ενώπιον του οργάνου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, παρέχονται σε κάθε μέρος της διαφοράς οι παρατηρήσεις του άλλου μέρους της διαφοράς καθώς και τυχόν δηλώσεις εμπειρογνωμόνων. Παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να σχολιάσουν τις εν λόγω παρατηρήσεις και δηλώσεις.

9.   Το όργανο επίλυσης διαφορών εκδίδει την απόφασή του για θέματα που παραπέμπονται σε αυτό το αργότερο 90 ημέρες από την λήψη του αιτήματος δυνάμει των παραγράφων 1 και 4. Η εν λόγω απόφαση εκδίδεται γραπτώς ή σε σταθερό μέσο και συνοδεύονται από σκεπτικό που υποστηρίζει την απόφαση.

10.   Τα όργανα επίλυσης διαφορών καταρτίζουν και δημοσιοποιούν ετήσιες εκθέσεις δραστηριοτήτων. Οι ετήσιες αυτές εκθέσεις περιλαμβάνουν ιδίως τις εξής γενικές πληροφορίες:

α)

συγκεντρωτική παρουσίαση των εκβάσεων των διαφορών·

β)

τον μέσο χρόνο που χρειάστηκε για την επίλυση των διαφορών·

γ)

τις συνηθέστερες αιτίες των διαφορών.

11.   Προκειμένου να διευκολύνεται η αντ αλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών, ένα όργανο επίλυσης διαφορών μπορεί να αποφασίσει να συμπεριλάβει συστάσεις στην έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 10 σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον τα προβλήματα αυτά μπορούν να αποφευχθούν ή να επιλυθούν.

12.   Η απόφαση οργάνου επίλυσης διαφορών είναι δεσμευτική μόνο για τα μέρη εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει ρητά για τον δεσμευτικό χαρακτήρα της πριν από την έναρξη της διαδικασίας επίλυσης διαφορών.

13.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα των μερών για πραγματική προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους.

Άρθρο 13

Καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες που επιβάλλονται μονομερώς σε άλλη επιχείρηση

1.   Συμβατική ρήτρα που αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα και τη χρήση τους ή την ευθύνη και τα μέσα έννομης προστασίας σε περίπτωση παραβίασης ή καταγγελίας των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τα δεδομένα η οποία έχει επιβληθεί μονομερώς από μια επιχείρηση σε άλλη επιχείρηση, δεν είναι δεσμευτική για την άλλη αυτή επιχείρηση, εάν είναι καταχρηστική.

2.   Συμβατική ρήτρα η οποία αποτυπώνει αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που θα εφαρμόζονταν εάν οι συμβατικές ρήτρες δεν ρύθμιζαν το θέμα, δεν θεωρείται καταχρηστική.

3.   Μια συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική εάν είναι τέτοιας φύσης ώστε η χρήση της να αποκλίνει κατάφωρα από την ορθή εμπορική πρακτική όσον αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα και τη χρήση τους, αντίθετα προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία.

4.   Ειδικότερα, για τους σκοπούς της παραγράφου 3, μια συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική εάν το αντικείμενο ή το αποτέλεσμά της είναι:

α)

να αποκλείει ή να περιορίζει την ευθύνη του μέρους που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα για εκ προθέσεως πράξεις ή βαριά αμέλεια·

β)

να αποκλείει τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του το μέρος στο οποίο έχει επιβληθεί μονομερώς στην περίπτωση της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων, ή την ευθύνη του μέρους που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα στην περίπτωση της αθέτησης των εν λόγω υποχρεώσεων·

γ)

να παρέχει στο μέρος που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα το αποκλειστικό δικαίωμα να καθορίζει αν τα παρεχόμενα δεδομένα είναι σύμφωνα με τη σύμβαση ή να ερμηνεύσει οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα.

5.   Μια συμβατική ρήτρα τεκμαίρεται ότι είναι καταχρηστική για τους σκοπούς της παραγράφου 3, εάν το αντικείμενο ή το αποτέλεσμά της είναι:

α)

να περιορίζει με αθέμιτο τρόπο τα μέσα έννομης προστασίας στην περίπτωση της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων ή την ευθύνη στην περίπτωση της αθέτησης των εν λόγω υποχρεώσεων ή να επεκτείνει την ευθύνη της επιχείρησης στην οποία έχει επιβληθεί μονομερώς η ρήτρα·

β)

να επιτρέπει στο μέρος που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα να έχει πρόσβαση και να χρησιμοποιεί τα δεδομένα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους κατά τρόπο που να θίγει σημαντικά τα έννομα συμφέροντα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, ιδίως όταν τα εν λόγω δεδομένα περιέχουν εμπορικά ευαίσθητα δεδομένα ή προστατεύονται από το εμπορικό_απόρρητο ή από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας·

γ)

να εμποδίζει το μέρος στο οποίο έχει επιβληθεί μονομερώς η ρήτρα να χρησιμοποιεί τα δεδομένα που έχουν παρασχεθεί ή παραχθεί από το εν λόγω μέρος κατά τη διάρκεια της σύμβασης ή να περιορίζει τη χρήση των εν λόγω δεδομένων στον βαθμό που το εν λόγω μέρος δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί, να συλλέγει, να έχει πρόσβαση ή να ελέγχει τα εν λόγω δεδομένα ή να εκμεταλλεύεται την αξία τους επαρκώς·

δ)

να εμποδίζει το μέρος στο οποίο έχει επιβληθεί μονομερώς η ρήτρα να καταγγέλλει τη συμφωνία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

ε)

να εμποδίζει το μέρος στο οποίο έχει επιβληθεί μονομερώς η ρήτρα να λαμβάνει αντίγραφο των δεδομένων που παρασχέθηκαν ή παρήχθησαν από το εν λόγω μέρος κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της σύμβασης ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την καταγγελία της σύμβασης·

στ)

να επιτρέπει στο μέρος που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα να καταγγέλλει τη σύμβαση με αδικαιολόγητα σύντομη προθεσμία, λαμβάνοντας υπόψη κάθε εύλογη δυνατότητα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους να στραφεί σε εναλλακτική και συγκρίσιμη υπηρεσία, καθώς και την οικονομική ζημία που προκαλείται από την εν λόγω καταγγελία, εκτός εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να το πράξει·

ζ)

να επιτρέπει στο μέρος που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα να τροποποιεί ουσιωδώς την τιμή που ορίζεται στη σύμβαση ή οποιονδήποτε άλλο ουσιώδη όρο σχετικό με τη φύση, τον μορφότυπο, την ποιότητα ή την ποσότητα των προς κοινοχρησία δεδομένων, χωρίς να υπάρχει βάσιμος λόγος και χωρίς το άλλο μέρος να έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση που τέτοια τροποποίηση ορίζεται στη σύμβαση.

Το πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) δεν θίγει τους όρους με τους οποίους το μέρος που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιεί μονομερώς τους όρους σύμβασης αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι η σύμβαση ορίζει βάσιμο λόγο για τέτοιου είδους μονομερείς τροποποιήσεις, ότι το μέρος που επέβαλε μονομερώς τη ρήτρα υποχρεούται να παράσχει στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος οποιαδήποτε τέτοιου είδους σκοπούμενη τροποποίηση σε εύλογο χρόνο και ότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος είναι ελεύθερο να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς κόστος σε περίπτωση τροποποίησης.

6.   Μια συμβατική ρήτρα θεωρείται ότι έχει επιβληθεί μονομερώς κατά την έννοια του παρόντος άρθρου εάν έχει υποβληθεί από ένα συμβαλλόμενο μέρος και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της παρά την προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Το συμβαλλόμενο μέρος που υπέβαλε τη συμβατική ρήτρα φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η ρήτρα αυτή δεν επιβλήθηκε μονομερώς. Το συμβαλλόμενο μέρος που υπέβαλε την επίμαχη συμβατική ρήτρα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική.

7.   Εάν η καταχρηστική συμβατική ρήτρα μπορεί να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, οι εν λόγω υπόλοιπες ρήτρες παραμένουν δεσμευτικές.

8.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε συμβατικές ρήτρες που καθορίζουν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης ή στο ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και των δεδομένων που παρέχονται σε αντάλλαγμα.

9.   Τα μέρη σύμβασης που καλύπτεται από την παράγραφο 1 δεν αποκλείουν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, δεν παρεκκλίνουν από αυτό ούτε μεταβάλλουν τα αποτελέσματά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΘΕΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ, ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΒΑΣΕΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Άρθρο 17

Αιτήματα για τη διάθεση δεδομένων

1.   Όταν ζητούνται δεδομένα σύμφωνα με το άρθρο 14, ο φορέας_του_δημόσιου_τομέα, η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή ο οργανισμός της Ένωσης:

α)

προσδιορίζει τα δεδομένα που απαιτούνται, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταδεδομένων που είναι αναγκαία για την ερμηνεία και τη χρήση των εν λόγω δεδομένων·

β)

αποδεικνύει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ύπαρξη εξαιρετικής ανάγκης που αναφέρεται στο άρθρο 15, για τον σκοπό της οποίας ζητούνται τα δεδομένα·

γ)

εξηγεί τον σκοπό του αιτήματος, την προβλεπόμενη χρήση των ζητούμενων δεδομένων, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, από τρίτον σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, τη διάρκεια της εν λόγω χρήσης και, κατά περίπτωση, τον τρόπο με τον οποίον η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρόκειται να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της εξαιρετικής ανάγκης·

δ)

προσδιορίζει, στο μέτρο του δυνατού, πότε αναμένεται να διαγραφούν τα δεδομένα από όλα τα μέρη που έχουν πρόσβαση σε αυτά·

ε)

αιτιολογεί την επιλογή του κατόχου δεδομένων στον οποίον απευθύνεται το αίτημα·

στ)

προσδιορίζει τους άλλους φορείς του δημόσιου τομέα ή την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή τον οργανισμό της Ένωσης και τους τρίτους με τους οποίους αναμένεται κοινοχρησία των ζητούμενων δεδομένων·

ζ)

όταν ζητούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, προσδιορίζει τυχόν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που είναι αναγκαία και αναλογικά για την εφαρμογή των αρχών και απαραίτητες εγγυήσεις προστασίας των δεδομένων, όπως η ψευδωνυμοποίηση, και αν μπορεί να εφαρμοστεί ανωνυμοποίηση από τον κάτοχο δεδομένων πριν από τη διάθεσή τους·

η)

αναφέρει τη νομική διάταξη με την οποία ανατίθεται στον αιτούντα φορέα του δημόσιου τομέα, την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή τον οργανισμό της Ένωσης το ειδικό καθήκον δημόσιου συμφέροντος που σχετίζεται με το αίτημα για δεδομένα·

θ)

προσδιορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να καταστούν διαθέσιμα τα δεδομένα και την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 εντός της οποίας ο κάτοχος_δεδομένων μπορεί να απορρίψει ή να επιδιώξει τροποποίηση του αιτήματος·

ι)

καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγει τη συμμόρφωση με το αίτημα παροχής δεδομένων που έχει ως αποτέλεσμα την ευθύνη των κατόχων δεδομένων για παραβίαση του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.

2.   Το αίτημα για δεδομένα που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου:

α)

είναι διατυπωμένο γραπτώς και σε σαφή, συνοπτική και απλή γλώσσα κατανοητή από τον κάτοχο δεδομένων·

β)

είναι συγκεκριμένο ως προς το είδος των δεδομένων που ζητούνται και αφορά δεδομένα των οποίων ο κάτοχος έχει τον έλεγχο κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος·

γ)

είναι ανάλογο προς την εξαιρετική ανάγκη και επαρκώς δικαιολογημένο όσον αφορά τον βαθμό της λεπτομέρειας και τον όγκο των ζητούμενων δεδομένων, καθώς και τη συχνότητα πρόσβασης στα ζητούμενα δεδομένα·

δ)

διατυπώνεται με σεβασμό στους νόμιμους σκοπούς του κατόχου δεδομένων και με τη δέσμευση ότι εξασφαλίζεται η προστασία του εμπορικού απορρήτου, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και την προσπάθεια που απαιτείται για τη διάθεση των δεδομένων·

ε)

αφορά δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα και μόνον εάν αποδειχθεί ότι αυτό δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής ανάγκης χρήσης δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο α), ζητεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε ψευδωνυμοποιημένη μορφή και θεσπίζει τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που θα ληφθούν για την προστασία των δεδομένων·

στ)

ενημερώνει τον κάτοχο δεδομένων σχετικά με τις κυρώσεις που πρόκειται να επιβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 40 από την αρμόδια αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 37 σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το αίτημα·

ζ)

όταν το αίτημα υποβάλλεται από φορέα του δημόσιου τομέα διαβιβάζεται στον συντονιστή δεδομένων, που αναφέρεται στο άρθρο 37, του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο αιτών φορέας_του_δημόσιου_τομέα, ο οποίος δημοσιοποιεί το αίτημα στο διαδίκτυο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκτός εάν ο συντονιστής δεδομένων θεωρεί ότι η εν λόγω δημοσίευση θα δημιουργούσε κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια·

η)

όταν το αίτημα υποβάλλεται από την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οργανισμό της Ένωσης καθίσταται διαθέσιμο στο διαδίκτυο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

θ)

όταν ζητούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κοινοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εποπτική αρχή που είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας_του_δημόσιου_τομέα.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι οργανισμοί_της_Ένωσης πληροφορούν την Επιτροπή για τα αιτήματά τους.

3.   Ο φορέας_του_δημόσιου_τομέα. η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οργανισμός της Ένωσης δεν καθιστά δεδομένα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο διαθέσιμα για περαιτέρω χρήση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2022/868 ή το άρθρο 2 σημείο 11) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/868 και η οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 δεν εφαρμόζονται στα δεδομένα που τηρούνται από φορείς του δημόσιου τομέα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

4.   Η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει φορέα του δημόσιου τομέα, την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οργανισμό της Ένωσης να ανταλλάσσει δεδομένα που λαμβάνει δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου με άλλον φορέα του δημόσιου τομέα ή την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οργανισμό της Ένωσης, με σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 15, όπως προσδιορίζονται στο αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο στ) του παρόντος άρθρου, ή να θέτει τα δεδομένα στη διάθεση τρίτου σε περίπτωση που έχει αναθέσει, μέσω δημόσια διαθέσιμης συμφωνίας, τεχνικές επιθεωρήσεις ή άλλες εργασίες στον εν λόγω τρίτο. Οι υποχρεώσεις των φορέων του δημόσιου τομέα σύμφωνα με το άρθρο 19, ιδίως οι διασφαλίσεις για τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας του εμπορικού απορρήτου, ισχύουν και για τους εν λόγω τρίτους. Όταν φορέας_του_δημόσιου_τομέα, η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οργανισμός της Ένωσης διαβιβάζει ή καθιστά διαθέσιμα δεδομένα βάσει της παρούσας παραγράφου, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον κάτοχο δεδομένων από τον οποίο ελήφθησαν τα δεδομένα.

5.   Όταν ο κάτοχος_δεδομένων θεωρεί ότι τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κεφαλαίου έχουν παραβιαστεί από τη διαβίβαση ή τη διάθεση δεδομένων, μπορεί να υποβάλει καταγγελία στην οριζόμενη δυνάμει του άρθρου 37 αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο κάτοχος_δεδομένων.

6.   Η Επιτροπή καταρτίζει υπόδειγμα αιτήματος σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 27

Υποχρέωση καλής πίστης

Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων προορισμού υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων, συνεργάζονται καλή τη πίστη για να καταστήσουν αποτελεσματική τη διαδικασία αλλαγής, να διευκολύνουν την έγκαιρη μεταφορά των δεδομένων και να διατηρήσουν τη συνέχεια της υπηρεσίας επεξεργασίας δεδομένων.

Άρθρο 31

Ειδικό καθεστώς για ορισμένες υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων

1.   Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 23 στοιχείο δ), στο άρθρο 29 και στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 3 δεν ισχύουν για υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων των οποίων τα περισσότερα κύρια χαρακτηριστικά έχουν διαμορφωθεί κατά παραγγελία για την κάλυψη των ειδικών αναγκών ενός μεμονωμένου πελάτη ή των οποίων όλα τα συστατικά μέρη έχουν αναπτυχθεί για τους σκοπούς ενός μεμονωμένου πελάτη και όταν οι εν λόγω υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων δεν προσφέρονται σε ευρεία εμπορική κλίμακα μέσω του καταλόγου υπηρεσιών του παρόχου υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων.

2.   Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο δεν ισχύουν για υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων που παρέχονται ως έκδοση που δεν προορίζεται για παραγωγή αλλά για σκοπούς δοκιμών και αξιολόγησης και για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

3.   Πριν από τη σύναψη σύμβασης για την παροχή των υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, ο πάροχος υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ενημερώνει τον υποψήφιο πελάτη σχετικά με τις υποχρεώσεις του παρόντος κεφαλαίου που δεν ισχύουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΜΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΑΥΤΩΝ

Άρθρο 33

Βασικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαλειτουργικότητα δεδομένων, μηχανισμών και υπηρεσιών κοινοχρησίας δεδομένων καθώς και των Ευρωπαϊκών κοινών χώρων δεδομένων

1.   Οι συμμετέχοντες σε χώρους δεδομένων που προσφέρουν δεδομένα ή υπηρεσίες δεδομένων σε άλλους συμμετέχοντες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες βασικές απαιτήσεις για τη διευκόλυνση της διαλειτουργικότητας των δεδομένων, των μηχανισμών και υπηρεσιών κοινοχρησίας δεδομένων καθώς και των κοινών Ευρωπαϊκών χώρων δεδομένων, οι οποίοι αποτελούν ειδικά για τον σκοπό ή τον τομέα ή διατομεακά διαλειτουργικά πλαίσια κοινών προτύπων και πρακτικών για την κοινοχρησία ή την από κοινού επεξεργασία δεδομένων για, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών, την επιστημονική έρευνα ή πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών:

α)

το περιεχόμενο του συνόλου δεδομένων, οι περιορισμοί χρήσης, οι άδειες, η μεθοδολογία συλλογής δεδομένων, η ποιότητα των δεδομένων και η αβεβαιότητα περιγράφονται επαρκώς, κατά περίπτωση, σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο, ώστε ο αποδέκτης να μπορεί να βρίσκει τα δεδομένα, να έχει πρόσβαση σε αυτά και να τα χρησιμοποιεί·

β)

οι δομές δεδομένων, οι μορφότυποι δεδομένων, τα λεξιλόγια, τα συστήματα ταξινόμησης, οι ταξινομίες και οι κατάλογοι κωδικών, κατά περίπτωση, περιγράφονται με διαθέσιμο στο κοινό και συνεπή τρόπο·

γ)

τα τεχνικά μέσα πρόσβασης στα δεδομένα, όπως οι διεπαφές προγραμματισμού εφαρμογών, καθώς και οι όροι χρήσης και η ποιότητα των υπηρεσιών τους περιγράφονται επαρκώς ώστε να καθίσταται δυνατή η αυτόματη πρόσβαση και διαβίβαση δεδομένων μεταξύ των μερών, μεταξύ άλλων συνεχώς, σε μαζική τηλεφόρτωση ή σε πραγματικό χρόνο σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο, όταν αυτό είναι τεχνικά εφικτό και δεν παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία του συνδεδεμένου προϊόντος·

δ)

κατά περίπτωση, παρέχονται τα μέσα που επιτρέπουν τη διαλειτουργικότητα των εργαλείων αυτοματοποίησης της εκτέλεσης συμφωνιών κοινοχρησίας δεδομένων, όπως οι έξυπνες συμβάσεις.

Οι απαιτήσεις μπορεί να έχουν γενικό χαρακτήρα ή να αφορούν συγκεκριμένους τομείς, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της διασύνδεσης με απαιτήσεις που απορρέουν από άλλες διατάξεις ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού προσδιορίζοντας περαιτέρω τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, σε σχέση με τις απαιτήσεις οι οποίες, από τη φύση τους, δεν μπορούν να παραγάγουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, εκτός εάν προσδιορίζονται περαιτέρω σε δεσμευτικές νομικές πράξεις της Ένωσης και προκειμένου να αποτυπώνονται δεόντως οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι εξελίξεις της αγοράς.

Η Επιτροπή, κατά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, λαμβάνει υπόψη τις συμβουλές του ευρωπαϊκού συμβουλίου καινοτομίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 42 στοιχείο γ) σημείο iii).

3.   Οι συμμετέχοντες σε χώρους δεδομένων οι οποίοι παρέχουν δεδομένα ή υπηρεσίες δεδομένων σε άλλους συμμετέχοντες σε χώρους δεδομένων που πληρούν τα εναρμονισμένα πρότυπα ή μέρη αυτών οι παραπομπές των οποίων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται με τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, στον βαθμό που οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από τέτοιου είδους εναρμονισμένα πρότυπα ή μέρη αυτών.

4.   Η Επιτροπή ζητεί, δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν εναρμονισμένα πρότυπα που πληρούν τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να θεσπίζει κοινές_προδιαγραφές που να καλύπτουν οποιαδήποτε βασική απαίτηση ή το σύνολο αυτών που ορίζονται στην παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Η Επιτροπή έχει ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν εναρμονισμένο_πρότυπο που πληροί τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και:

i)

το αίτημα δεν έχει γίνει δεκτό·

ii)

τα εναρμονισμένα πρότυπα που αφορούν το εν λόγω αίτημα δεν παραδίδονται εντός της προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012· ή

iii)

τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν συνάδουν με το αίτημα· και

β)

δεν δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορά σε εναρμονισμένα πρότυπα που καλύπτουν τις σχετικές βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ούτε αναμένεται να δημοσιευτεί τέτοια αναφορά σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 46 παράγραφος 2.

6.   Πριν από την κατάρτιση σχεδίου εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ότι θεωρεί ότι έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

7.   Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συμβουλές του ευρωπαϊκού συμβουλίου καινοτομίας δεδομένων και τις απόψεις άλλων σχετικών φορέων ή ομάδων εμπειρογνωμόνων και διαβουλεύεται δεόντως με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

8.   Οι συμμετέχοντες σε χώρους δεδομένων που προσφέρουν δεδομένα ή υπηρεσίες δεδομένων σε άλλους συμμετέχοντες σε χώρους δεδομένων που πληρούν τις κοινές_προδιαγραφές οι οποίες θεσπίζονται με εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ή μέρη αυτών τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται με τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στο βαθμό που οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από τις εν λόγω κοινές_προδιαγραφές ή τα μέρη αυτών.

9.   Όταν ένα εναρμονισμένο_πρότυπο θεσπίζεται από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης και υποβάλλεται στην Επιτροπή με σκοπό τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή αξιολογεί το εναρμονισμένο_πρότυπο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012. Όταν τα στοιχεία αναφοράς εναρμονισμένου προτύπου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή καταργεί τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου ή μέρη αυτών που καλύπτουν τις ίδιες βασικές απαιτήσεις που καλύπτονται από το εν λόγω εναρμονισμένο_πρότυπο.

10.   Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια κοινή προδιαγραφή δεν πληροί πλήρως τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή υποβάλλοντας λεπτομερή εξήγηση. Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση της εν λόγω λεπτομερούς εξήγησης και μπορεί, κατά περίπτωση, να τροποποιήσει την εκτελεστική πράξη για τη θέσπιση της εν λόγω κοινής προδιαγραφής.

11.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνοντας υπόψη την πρόταση του ευρωπαϊκού συμβουλίου καινοτομίας δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 30 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2022/868 σχετικά με τον καθορισμό διαλειτουργικών πλαισίων κοινών προτύπων και πρακτικών για τη λειτουργία κοινών ευρωπαϊκών χώρων δεδομένων.

Άρθρο 35

Διαλειτουργικότητα για υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων

1.   Οι ανοικτές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας και τα εναρμονισμένα πρότυπα για τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων:

α)

επιτυγχάνουν όπου είναι τεχνικά εφικτό, διαλειτουργικότητα μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων που καλύπτουν τον ίδιο τύπο υπηρεσίας·

β)

ενισχύουν τη φορητότητα των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων που καλύπτουν τον ίδιο τύπο υπηρεσίας·

γ)

διευκολύνουν, όπου είναι τεχνικά εφικτό, τη λειτουργική_ισοδυναμία μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 και οι οποίες καλύπτουν τον ίδιο τύπο υπηρεσίας·

δ)

δεν επηρεάζουν δυσμενώς την ασφάλεια και την ακεραιότητα των υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων και των δεδομένων·

ε)

σχεδιάζονται κατά τρόπο που να επιτρέπει την τεχνική πρόοδο και τη συμπερίληψη νέων λειτουργιών και καινοτομίας στις υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων.

2.   Οι ανοικτές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας και τα εναρμονισμένα πρότυπα για τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων καλύπτουν επαρκώς:

α)

τις πτυχές διαλειτουργικότητας υπολογιστικού νέφους όσον αφορά τη διαλειτουργικότητα των μεταφορών, τη συντακτική διαλειτουργικότητα, τη σημασιολογική διαλειτουργικότητα των δεδομένων, τη συμπεριφορική διαλειτουργικότητα και τη διαλειτουργικότητα των πολιτικών·

β)

τις πτυχές της φορητότητας δεδομένων υπολογιστικού νέφους της συντακτικής φορητότητας των δεδομένων, της σημασιολογικής φορητότητας των δεδομένων και της φορητότητας της πολιτικής δεδομένων·

γ)

τις πτυχές της εφαρμογής υπολογιστικού νέφους όσον αφορά τη συντακτική φορητότητα των εφαρμογών, τη φορητότητα των εντολών εφαρμογών, τη φορητότητα μεταδεδομένων εφαρμογών, τη φορητότητα της συμπεριφοράς των εφαρμογών και τη φορητότητα της πολιτικής εφαρμογών.

3.   Οι ανοικτές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας συμμορφώνονται με το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

4.   Αφού λάβει υπόψη της σχετικά διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα και πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, να ζητεί από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν εναρμονισμένα πρότυπα που να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

5.   Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να θεσπίζει κοινές_προδιαγραφές βάσει ανοικτών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας που να καλύπτουν όλες τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

6.   Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των σχετικών αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 5 στοιχείο η) και άλλων σχετικών φορέων ή ομάδων εμπειρογνωμόνων και διαβουλεύεται δεόντως με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

7.   Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια κοινή προδιαγραφή δεν πληροί πλήρως τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή υποβάλλοντας λεπτομερή εξήγηση. Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση της εν λόγω λεπτομερούς εξήγησης και μπορεί, κατά περίπτωση, να τροποποιήσει την εκτελεστική πράξη για τη θέσπιση της εν λόγω κοινής προδιαγραφής.

8.   Για τον σκοπό του άρθρου 30 παράγραφος 3, η Επιτροπή δημοσιεύει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τα στοιχεία αναφοράς των εναρμονισμένων προτύπων και των κοινών προδιαγραφών για τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων σε κεντρικό ενωσιακό αποθετήριο προτύπων για τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων.

9.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 46 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Βασικές απαιτήσεις σχετικά με τις έξυπνες συμβάσεις για την εκτέλεση των συμφωνιών για την κοινοχρησία δεδομένων

1.   Ο προμηθευτής εφαρμογής που χρησιμοποιεί έξυπνες συμβάσεις ή, ελλείψει αυτών, το πρόσωπο του οποίου η εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα περιλαμβάνει τη χρήση έξυπνων συμβάσεων για άλλους στο πλαίσιο εκτέλεσης συμφωνίας ή μέρους αυτής, με σκοπό να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα, διασφαλίζει ότι οι εν λόγω έξυπνες συμβάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες βασικές απαιτήσεις:

α)

ανθεκτικότητα και έλεγχος πρόσβασης, για να διασφαλίζεται ότι η έξυπνη_σύμβαση έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να προσφέρει μηχανισμούς ελέγχου της πρόσβασης και πολύ υψηλό βαθμό ανθεκτικότητας για την αποφυγή λειτουργικών σφαλμάτων και την αντιμετώπιση παραποίησης από τρίτους·

β)

ασφαλής τερματισμός και διακοπή, για να διασφαλίζεται ότι υπάρχει μηχανισμός για τον τερματισμό της συνέχισης της εκτέλεσης συναλλαγών και ότι η έξυπνη_σύμβαση περιλαμβάνει εσωτερικές λειτουργίες που μπορούν να επαναφέρουν ή να δώσουν εντολή στη σύμβαση να βάλει τέλος ή να διακόψει τη λειτουργία, ιδίως για την αποφυγή μελλοντικών τυχαίων εκτελέσεων·

γ)

πρόβλεψη δυνατότητας για αρχειοθέτηση και συνέχεια των δεδομένων, για να διασφαλίζεται ότι σε περίπτωση που μια έξυπνη_σύμβαση πρέπει να καταγγελθεί ή να απενεργοποιηθεί υφίσταται η δυνατότητα αρχειοθέτησης των δεδομένων συναλλαγών, της λογικής και του κώδικα έξυπνης σύμβασης για την τήρηση αρχείου των πράξεων που εκτελέστηκαν στο παρελθόν σε σχέση με τα δεδομένα (δυνατότητα ελέγχου)·

δ)

έλεγχος πρόσβασης, για να διασφαλίζεται ότι μια έξυπνη_σύμβαση προστατεύεται μέσω αυστηρών μηχανισμών ελέγχου της πρόσβασης στα επίπεδα της διακυβέρνησης και των έξυπνων συμβάσεων· και

ε)

συνέπεια, για να διασφαλίζεται η συνέπεια με τους όρους της συμφωνίας κοινοχρησίας δεδομένων η οποία εκτελείται με την έξυπνη_σύμβαση.

2.   Ο πάροχος μιας έξυπνης σύμβασης ή, ελλείψει αυτής, το πρόσωπο του οποίου η εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα περιλαμβάνει τη χρήση έξυπνων συμβάσεων για άλλους στο πλαίσιο εκτέλεσης συμφωνίας ή μέρους αυτής με σκοπό να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα, διενεργεί αξιολόγηση της συμμόρφωσης με σκοπό την εκπλήρωση των βασικών απαιτήσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 και, όσον αφορά την εκπλήρωση των εν λόγω απαιτήσεων, εκδίδει δήλωση συμμόρφωσης της ΕΕ.

3.   Με την κατάρτιση της δήλωσης συμμόρφωσης της ΕΕ, ο προμηθευτής μιας εφαρμογής που χρησιμοποιεί έξυπνες συμβάσεις ή, ελλείψει αυτού, το πρόσωπο του οποίου η εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα περιλαμβάνει τη χρήση έξυπνων συμβάσεων για άλλους στο πλαίσιο εκτέλεσης συμφωνίας ή μέρους αυτής με σκοπό να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα είναι υπεύθυνος για τη συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1.

4.   Μια έξυπνη_σύμβαση που πληροί τα εναρμονισμένα πρότυπα ή τα σχετικά μέρη αυτών, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται με τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, στον βαθμό που οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από τέτοιου είδους εναρμονισμένα πρότυπα ή μέρη αυτών.

5.   Η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, ζητεί από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν εναρμονισμένα πρότυπα που να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.   Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να θεσπίζει κοινές_προδιαγραφές που να καλύπτουν οποιαδήποτε βασική απαίτηση ή το σύνολο αυτών που ορίζονται στην παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Η Επιτροπή έχει ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν εναρμονισμένο_πρότυπο που πληροί τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και:

i)

το αίτημα δεν έχει γίνει δεκτό·

ii)

τα εναρμονισμένα πρότυπα που αφορούν το εν λόγω αίτημα δεν παραδίδεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012· ή

iii)

τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν συνάδουν με το αίτημα· και

β)

δεν δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορά σε εναρμονισμένα πρότυπα που να καλύπτουν τις σχετικές βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ούτε αναμένεται να δημοσιευτεί τέτοια αναφορά σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 46 παράγραφος 2.

7.   Πριν από την κατάρτιση σχεδίου εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ότι θεωρεί ότι έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

8.   Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εκτελεστικής πράξης για τη θέσπιση των κοινών προδιαγραφών που αναφέρεται στην παράγραφο 6, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συμβουλές του ευρωπαϊκού συμβουλίου καινοτομίας δεδομένων και τις απόψεις άλλων σχετικών φορέων ή ομάδων εμπειρογνωμόνων και διαβουλεύεται δεόντως με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

9.   Ο προμηθευτής έξυπνης σύμβασης ή, ελλείψει αυτού, το πρόσωπο του οποίου η εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα περιλαμβάνει τη χρήση έξυπνων συμβάσεων για άλλους στο πλαίσιο εκτέλεσης συμφωνίας ή μέρους αυτής με σκοπό να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα που πληρούν τις κοινές_προδιαγραφές που θεσπίζονται με τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 ή μέρη αυτών τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται με τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στον βαθμό που οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από τέτοιου είδους κοινές_προδιαγραφές ή τα μέρη αυτών.

10.   Όταν ένα εναρμονισμένο_πρότυπο θεσπίζεται από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης και υποβάλλεται στην Επιτροπή με σκοπό τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή αξιολογεί το εναρμονισμένο_πρότυπο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012. Όταν τα στοιχεία αναφοράς εναρμονισμένου προτύπου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή καταργεί τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου ή μέρη αυτών που καλύπτουν τις ίδιες βασικές απαιτήσεις με αυτές που καλύπτονται από το εν λόγω εναρμονισμένο_πρότυπο.

11.   Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια κοινή προδιαγραφή δεν πληροί πλήρως τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή υποβάλλοντας λεπτομερή εξήγηση. Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση της εν λόγω λεπτομερούς εξήγησης και μπορεί, κατά περίπτωση, να τροποποιήσει την εκτελεστική πράξη για τη θέσπιση της εν λόγω κοινής προδιαγραφής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ

Άρθρο 41

Πρότυποι συμβατικοί όροι και τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες

Πριν από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025, η Επιτροπή αναπτύσσει και συνιστά μη δεσμευτικούς πρότυπους συμβατικούς όρους σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα και τη χρήση τους, συμπεριλαμβανομένων όρων σχετικά με την εύλογη αποζημίωση και την προστασία του εμπορικού απορρήτου, καθώς και μη δεσμευτικές τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για συμβάσεις νεφοϋπολογιστικής, ώστε να βοηθήσει τα μέρη στην κατάρτιση και τη διαπραγμάτευση συμβάσεων με δίκαια, εύλογα και αμερόληπτα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Άρθρο 50

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025.

Η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 3 παράγραφος 1 ισχύει για τα συνδεδεμένα προϊόντα και τις υπηρεσίες που σχετίζονται με αυτά και διατίθενται στην αγορά μετά τις 12 Σεπτεμβρίου 2026.

Το κεφάλαιο III εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τις υποχρεώσεις να καθίστανται δεδομένα διαθέσιμα βάσει του ενωσιακού δικαίου ή της θεσπιζόμενης με βάση το ενωσιακό δίκαιο εθνικής νομοθεσίας που αρχίζει να ισχύει από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025.

Το κεφάλαιο IV εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 12 Σεπτεμβρίου 2025.

Το κεφαλαίο IV εφαρμόζεται από τις 12 Σεπτεμβρίου 2027 σε συμβάσεις που συνήφθησαν κατά ή πριν από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025 υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

είναι αόριστης διάρκειας· ή

β)

πρόκειται να λήξουν τουλάχιστον 10 έτη από τις 11 Ιανουαρίου 2024.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 13 Δεκεμβρίου 2023.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. NAVARRO RÍOS


(1)   ΕΕ C 402 της 19.10.2022, σ. 5.

(2)   ΕΕ C 365 της 23.9.2022, σ. 18.

(3)   ΕΕ C 375 της 30.9.2022, σ. 112.

(4)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Νοεμβρίου 2023 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2023.

(5)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(8)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(9)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

(10)  Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

(11)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/784 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2021, σχετικά με την πρόληψη της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο (ΕΕ L 172 της 17.5.2021, σ. 79).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) (ΕΕ L 277 της 27.10.2022, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1543 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2023, σχετικά με τις ευρωπαϊκές εντολές υποβολής στοιχείων και τις ευρωπαϊκές εντολές διατήρησης στοιχείων για ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία σε ποινικές διαδικασίες και για την εκτέλεση περιοριστικών της ελευθερίας ποινών κατόπιν ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 191 της 28.7.2023, σ. 118).

(15)  Οδηγία (ΕΕ) 2023/1544 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2023, σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για τον ορισμό ορισθεισών εγκαταστάσεων και νόμιμων εκπροσώπων με σκοπό τη συγκέντρωση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 191 της 28.7.2023, σ. 181).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).

(17)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(18)  Οδηγία (EE) 2019/882 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προσβασιμότητας προϊόντων και υπηρεσιών (ΕΕ L 151 της 7.6.2019, σ. 70).

(19)  Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167 της 22.6.2001, σ. 10).

(20)  Οδηγία 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 45).

(21)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά και την τροποποίηση των οδηγιών 96/9/ΕΚ και 2001/29/ΕΚ (ΕΕ L 130 της 17.5.2019, σ. 92).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/868 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, σχετικά με την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση δεδομένων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1724 (πράξη για τη διακυβέρνηση δεδομένων) (ΕΕ L 152 της 3.6.2022, σ. 1).

(23)  Οδηγία (EE) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί ( εμπορικό_απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (ΕΕ L 157 της 15.6.2016, σ. 1).

(24)  Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 27).

(25)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(26)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/1925 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα και για την τροποποίηση των οδηγιών (ΕΕ) 2019/1937 και (ΕΕ) 2020/1828 (Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές) (ΕΕ L 265 της 12.10.2022, σ. 1).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(28)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τα ανοικτά δεδομένα και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 172 της 26.6.2019, σ. 56).

(29)  Οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77 της 27.3.1996, σ. 20).

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1807 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με ένα πλαίσιο για την ελεύθερη ροή των δεδομένων μη προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 303 της 28.11.2018, σ. 59).

(31)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 1).

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2554, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και (ΕΕ) 2016/1011 (ΕΕ L 333 της 27.12.2022, σ. 1).

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(34)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(35)  Απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και για την κατάργηση της απόφασης 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82).

(36)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 1).

(37)  Οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ L 409 της 4.12.2020, σ. 1).

(38)   ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(39)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2854/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)



whereas









keyboard_arrow_down